- έκτυπος
- η , ο [ος , ον ]1) рельефный, тиснёный; 2) отпечатанный; оттиснутый
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἔκτυπος — worked in relief masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έκτυπος — η, ο (AM ἔκτυπος, ον) Ι. 1. ο τυπωμένος έτσι ώστε να παρουσιάζεται ανάγλυφος 2. το ουδ. ως ουσ. το έκτυπο(ν) ανάγλυφο τού οποίου οι μορφές προεξέχουν από την επιφάνεια αρχ. 1. χωριστός, ευκρινής 2. ο σχηματισμένος σε γενικές γραμμές, σαν πρόχειρο … Dictionary of Greek
έκτυπος — η, ο 1. που εκτυπώθηκε έτσι, ώστε να παρουσιάζει ανάγλυφη τη μορφή, ανάγλυφος. 2. το ουδ. ως ουσ., έκτυπο ανάγλυφο με παραστάσεις που εξέχουν πολύ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐκτυπώτερον — ἔκτυπος worked in relief masc acc comp sg ἔκτυπος worked in relief neut nom/voc/acc comp sg ἔκτυπος worked in relief adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκτυπωτέρων — ἔκτυπος worked in relief fem gen comp pl ἔκτυπος worked in relief masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκτύπως — ἔκτυπος worked in relief adverbial ἔκτυπος worked in relief masc/fem acc pl (doric) ἐκτυπόω model imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) ἐκτυπόω model imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔκτυπον — ἔκτυπος worked in relief masc/fem acc sg ἔκτυπος worked in relief neut nom/voc/acc sg κτυπέω crash aor ind act 3rd pl (epic) κτυπέω crash aor ind act 1st sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκτυπωτέρως — ἔκτυπος worked in relief masc acc comp pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκτυπωτέρῳ — ἔκτυπος worked in relief masc/neut dat comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκτύποις — ἔκτυπος worked in relief masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκτύπους — ἔκτυπος worked in relief masc/fem acc pl ἐκτυπόω model imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) ἐκτυπόω model imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)